- Καισάρειος
- -α, -ο (Α καισάρειος, -ον θηλ. και -εία)αυτός που ανήκει στον καίσαρα, καισαρικός, αυτοκρατορικόςαρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Καισάρειος και -ιος (ενν. μήν)Καισαρεών*2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί Καισάρειοιοι απελεύθεροι τού Καίσαρος3. το ουδ. ως ουσ. τo Καισάρειονιερό τού Ιουλίου Καίσαρος στην Αλεξάνδρεια4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Καισάρειααγώνες που διεξάγονταν στην Κω προς τιμήν τού Γαΐου Καίσαρος5. φρ. «οίκος Καισάρειος» — το ανάκτορο τού Ηρώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caesareus (< Caesar «καίσαρ»)].
Dictionary of Greek. 2013.